ασσίζα

ασσίζα
η (Μ ἀσσίζα)
1. πληθ. οι φεουδαρχικοί νόμοι των Φράγκων στην Ανατολή
2. ψήφισμα, διάταγμα
3. μήνυση, καταγγελία
4. ένορκη διαβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. assise «στρώση, φόρος για τα αρωτριώντα ζώα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”